Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
View word page
συρράπτω
to sew
ShortDef
to sew
Debugging
Headword:
συρράπτω
Headword (normalized):
συρράπτω
Headword (normalized/stripped):
συρραπτω
IDX:
85813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85814
Key:
Data
{'content': 'to sew'}