Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
View word page
σύρραξις
a dashing together

ShortDef

a dashing together

Debugging

Headword:
σύρραξις
Headword (normalized):
σύρραξις
Headword (normalized/stripped):
συρραξις
IDX:
85811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85812
Key:

Data

{'content': 'a dashing together'}