Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
View word page
συρραΐζω
recover health with

ShortDef

recover health with

Debugging

Headword:
συρραΐζω
Headword (normalized):
συρραΐζω
Headword (normalized/stripped):
συρραιζω
IDX:
85810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85811
Key:

Data

{'content': 'recover health with'}