Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
View word page
συρρᾳδιουργέω
commit a crime with

ShortDef

commit a crime with

Debugging

Headword:
συρρᾳδιουργέω
Headword (normalized):
συρρᾳδιουργέω
Headword (normalized/stripped):
συρραδιουργεω
IDX:
85808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85809
Key:

Data

{'content': 'commit a crime with'}