Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
View word page
Σῦρος
Syros

ShortDef

Syros

Debugging

Headword:
Σῦρος
Headword (normalized):
σῦρος
Headword (normalized/stripped):
συρος
IDX:
85804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85805
Key:

Data

{'content': 'Syros'}