Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
View word page
σύρος
broom, brushwood

ShortDef

a Syrian
broom, brushwood
Syrian

Debugging

Headword:
σύρος
Headword (normalized):
σύρος
Headword (normalized/stripped):
συρος
IDX:
85803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85804
Key:

Data

{'content': 'broom, brushwood'}