Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
View word page
συροπέρδιξ
desert partridge, Ammoperdix heyi
ShortDef
desert partridge, Ammoperdix heyi
Debugging
Headword:
συροπέρδιξ
Headword (normalized):
συροπέρδιξ
Headword (normalized/stripped):
συροπερδιξ
IDX:
85800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85801
Key:
Data
{'content': 'desert partridge, Ammoperdix heyi'}