Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
View word page
συρμιστήρ
one who sells shavings

ShortDef

one who sells shavings

Debugging

Headword:
συρμιστήρ
Headword (normalized):
συρμιστήρ
Headword (normalized/stripped):
συρμιστηρ
IDX:
85798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85799
Key:

Data

{'content': 'one who sells shavings'}