Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
View word page
συρματῖτις
mixed with litter

ShortDef

mixed with litter

Debugging

Headword:
συρματῖτις
Headword (normalized):
συρματῖτις
Headword (normalized/stripped):
συρματιτις
IDX:
85796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85797
Key:

Data

{'content': 'mixed with litter'}