Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
σύρος2
View word page
συρματίς
one which sweeps up, carries away

ShortDef

one which sweeps up, carries away

Debugging

Headword:
συρματίς
Headword (normalized):
συρματίς
Headword (normalized/stripped):
συρματις
IDX:
85795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85796
Key:

Data

{'content': 'one which sweeps up, carries away'}