Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
Σῦρος
View word page
συρματική
long drawn-out

ShortDef

long drawn-out

Debugging

Headword:
συρματική
Headword (normalized):
συρματική
Headword (normalized/stripped):
συρματικη
IDX:
85794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85795
Key:

Data

{'content': 'long drawn-out'}