Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
σύρος
View word page
συρμάς
snowdrift
ShortDef
snowdrift
Debugging
Headword:
συρμάς
Headword (normalized):
συρμάς
Headword (normalized/stripped):
συρμας
IDX:
85793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85794
Key:
Data
{'content': 'snowdrift'}