Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
Σύρος
View word page
συρμαϊσμός
use of an emetic

ShortDef

use of an emetic

Debugging

Headword:
συρμαϊσμός
Headword (normalized):
συρμαϊσμός
Headword (normalized/stripped):
συρμαισμος
IDX:
85792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85793
Key:

Data

{'content': 'use of an emetic'}