Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
συροπέρδιξ
συροποιός
View word page
συρμαιοπώλης
one who sells emetics

ShortDef

one who sells emetics

Debugging

Headword:
συρμαιοπώλης
Headword (normalized):
συρμαιοπώλης
Headword (normalized/stripped):
συρμαιοπωλης
IDX:
85791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85792
Key:

Data

{'content': 'one who sells emetics'}