Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
συρμός
View word page
συρμαία
purge-plant
ShortDef
purge-plant
Debugging
Headword:
συρμαία
Headword (normalized):
συρμαία
Headword (normalized/stripped):
συρμαια
IDX:
85789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85790
Key:
Data
{'content': 'purge-plant'}