Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
συρμιστήρ
View word page
σύρμα
anything trailed
ShortDef
anything trailed
Debugging
Headword:
σύρμα
Headword (normalized):
σύρμα
Headword (normalized/stripped):
συρμα
IDX:
85788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85789
Key:
Data
{'content': 'anything trailed'}