Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
συρμή
View word page
συριστική
the art of piping

ShortDef

the art of piping

Debugging

Headword:
συριστική
Headword (normalized):
συριστική
Headword (normalized/stripped):
συριστικη
IDX:
85787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85788
Key:

Data

{'content': 'the art of piping'}