Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
συρματῖτις
View word page
Συριστί
in the Syrian language

ShortDef

in the Syrian language

Debugging

Headword:
Συριστί
Headword (normalized):
συριστί
Headword (normalized/stripped):
συριστι
IDX:
85786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85787
Key:

Data

{'content': 'in the Syrian language'}