Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματική
συρματίς
View word page
συριστής
a piper
ShortDef
a piper
Debugging
Headword:
συριστής
Headword (normalized):
συριστής
Headword (normalized/stripped):
συριστης
IDX:
85785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85786
Key:
Data
{'content': 'a piper'}