Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
συρμαία
View word page
Συρίζω
to speak like a Syrian

ShortDef

to play the syrinx
to speak like a Syrian

Debugging

Headword:
Συρίζω
Headword (normalized):
συρίζω
Headword (normalized/stripped):
συριζω
IDX:
85779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85780
Key:

Data

{'content': 'to speak like a Syrian'}