Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
σύρμα
View word page
συρίζω
to play the syrinx

ShortDef

to play the syrinx
to speak like a Syrian

Debugging

Headword:
συρίζω
Headword (normalized):
συρίζω
Headword (normalized/stripped):
συριζω
IDX:
85778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85779
Key:

Data

{'content': 'to play the syrinx'}