Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
View word page
σύριγξις
playing on the syrinx

ShortDef

playing on the syrinx

Debugging

Headword:
σύριγξις
Headword (normalized):
σύριγξις
Headword (normalized/stripped):
συριγξις
IDX:
85777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85778
Key:

Data

{'content': 'playing on the syrinx'}