Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
View word page
σῦριγξ
a pipe
ShortDef
a pipe
Debugging
Headword:
σῦριγξ
Headword (normalized):
σῦριγξ
Headword (normalized/stripped):
συριγξ
IDX:
85776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85777
Key:
Data
{'content': 'a pipe'}