Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
συριστής
View word page
συριγμός
a whistling, hissing

ShortDef

a whistling, hissing

Debugging

Headword:
συριγμός
Headword (normalized):
συριγμός
Headword (normalized/stripped):
συριγμος
IDX:
85775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85776
Key:

Data

{'content': 'a whistling, hissing'}