Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
Σύριος
Σύριος2
συριστηρίδιον
View word page
συριγματώδης
like the sound of a pipe, whistling

ShortDef

like the sound of a pipe, whistling

Debugging

Headword:
συριγματώδης
Headword (normalized):
συριγματώδης
Headword (normalized/stripped):
συριγματωδης
IDX:
85774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85775
Key:

Data

{'content': 'like the sound of a pipe, whistling'}