Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
Συρικός
View word page
συρίγγωμα
fistula
ShortDef
fistula
Debugging
Headword:
συρίγγωμα
Headword (normalized):
συρίγγωμα
Headword (normalized/stripped):
συριγγωμα
IDX:
85771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85772
Key:
Data
{'content': 'fistula'}