Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
View word page
συριγγώδης
like a pipe

ShortDef

like a pipe

Debugging

Headword:
συριγγώδης
Headword (normalized):
συριγγώδης
Headword (normalized/stripped):
συριγγωδης
IDX:
85770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85771
Key:

Data

{'content': 'like a pipe'}