Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
View word page
συριγγόω
make into a pipe, carry along like a pipe

ShortDef

make into a pipe, carry along like a pipe

Debugging

Headword:
συριγγόω
Headword (normalized):
συριγγόω
Headword (normalized/stripped):
συριγγοω
IDX:
85769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85770
Key:

Data

{'content': 'make into a pipe, carry along like a pipe'}