Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
View word page
συριγγοτόμον
a knife for cutting fistulae

ShortDef

a knife for cutting fistulae

Debugging

Headword:
συριγγοτόμον
Headword (normalized):
συριγγοτόμον
Headword (normalized/stripped):
συριγγοτομον
IDX:
85768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85769
Key:

Data

{'content': 'a knife for cutting fistulae'}