Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
View word page
συριγγοποιός
pipe-maker
ShortDef
pipe-maker
Debugging
Headword:
συριγγοποιός
Headword (normalized):
συριγγοποιός
Headword (normalized/stripped):
συριγγοποιος
IDX:
85767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85768
Key:
Data
{'content': 'pipe-maker'}