Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
View word page
συριγγόποδες
fistulares versus

ShortDef

fistulares versus

Debugging

Headword:
συριγγόποδες
Headword (normalized):
συριγγόποδες
Headword (normalized/stripped):
συριγγοποδες
IDX:
85766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85767
Key:

Data

{'content': 'fistulares versus'}