Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
View word page
συριγγίς
like a pipe

ShortDef

like a pipe

Debugging

Headword:
συριγγίς
Headword (normalized):
συριγγίς
Headword (normalized/stripped):
συριγγις
IDX:
85765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85766
Key:

Data

{'content': 'like a pipe'}