Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
συριγματώδης
View word page
συρίγγιον
little reed
ShortDef
little reed
Debugging
Headword:
συρίγγιον
Headword (normalized):
συρίγγιον
Headword (normalized/stripped):
συριγγιον
IDX:
85764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85765
Key:
Data
{'content': 'little reed'}