Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
σύριγμα
View word page
συριγγιάω
suffer from a fistula

ShortDef

suffer from a fistula

Debugging

Headword:
συριγγιάω
Headword (normalized):
συριγγιάω
Headword (normalized/stripped):
συριγγιαω
IDX:
85763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85764
Key:

Data

{'content': 'suffer from a fistula'}