Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύρβα
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
View word page
συριγγίας
used for making pipes

ShortDef

used for making pipes

Debugging

Headword:
συριγγίας
Headword (normalized):
συριγγίας
Headword (normalized/stripped):
συριγγιας
IDX:
85762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85763
Key:

Data

{'content': 'used for making pipes'}