Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Συραττικός
σύρβα
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
View word page
συριγγιακός
for fistulae
ShortDef
for fistulae
Debugging
Headword:
συριγγιακός
Headword (normalized):
συριγγιακός
Headword (normalized/stripped):
συριγγιακος
IDX:
85761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85762
Key:
Data
{'content': 'for fistulae'}