Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Συράκουσαι
Συραττικός
σύρβα
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
View word page
συριγγέμβολος
pipe-line
ShortDef
pipe-line
Debugging
Headword:
συριγγέμβολος
Headword (normalized):
συριγγέμβολος
Headword (normalized/stripped):
συριγγεμβολος
IDX:
85760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85761
Key:
Data
{'content': 'pipe-line'}