Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συπύη
Σύρα
Συραιγύπτιος
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Συραττικός
σύρβα
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
View word page
σύρδην
dragging, in a long line

ShortDef

dragging, in a long line

Debugging

Headword:
σύρδην
Headword (normalized):
σύρδην
Headword (normalized/stripped):
συρδην
IDX:
85755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85756
Key:

Data

{'content': 'dragging, in a long line'}