Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συοφορβέομαι
συοφόρβιον
συπύη
Σύρα
Συραιγύπτιος
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Συραττικός
σύρβα
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
συρία
Συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
View word page
συρβηνεύς
noisy

ShortDef

noisy

Debugging

Headword:
συρβηνεύς
Headword (normalized):
συρβηνεύς
Headword (normalized/stripped):
συρβηνευς
IDX:
85753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85754
Key:

Data

{'content': 'noisy'}