Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
συνωροσκοπέω
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοβαύβαλος
συοβοιωτοί
συοβόσκης
συοβόσκιον
συοβοσκός
συόβρωτος
συοδήλητος
συοθήρας
συοκτασία
συοκτονία
View word page
συνωχαδόν
perpetually, continually

ShortDef

perpetually, continually

Debugging

Headword:
συνωχαδόν
Headword (normalized):
συνωχαδόν
Headword (normalized/stripped):
συνωχαδον
IDX:
85726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85727
Key:

Data

{'content': 'perpetually, continually'}