Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
συνωροσκοπέω
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοβαύβαλος
συοβοιωτοί
συοβόσκης
συοβόσκιον
συοβοσκός
συόβρωτος
συοδήλητος
συοθήρας
συοκτασία
View word page
συνωφελέω
to join in aiding

ShortDef

to join in aiding

Debugging

Headword:
συνωφελέω
Headword (normalized):
συνωφελέω
Headword (normalized/stripped):
συνωφελεω
IDX:
85725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85726
Key:

Data

{'content': 'to join in aiding'}