Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
συνωροσκοπέω
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοβαύβαλος
συοβοιωτοί
συοβόσκης
συοβόσκιον
συοβοσκός
συόβρωτος
View word page
συνωριστής
driver of a συνωρίς

ShortDef

driver of a συνωρίς

Debugging

Headword:
συνωριστής
Headword (normalized):
συνωριστής
Headword (normalized/stripped):
συνωριστης
IDX:
85722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85723
Key:

Data

{'content': 'driver of a συνωρίς'}