Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
συνωροσκοπέω
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοβαύβαλος
συοβοιωτοί
View word page
συνωρίζω
to yoke together
ShortDef
to yoke together
Debugging
Headword:
συνωρίζω
Headword (normalized):
συνωρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνωριζω
IDX:
85718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85719
Key:
Data
{'content': 'to yoke together'}