Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
συνωροσκοπέω
View word page
συνώνητος
bought up
ShortDef
bought up
Debugging
Headword:
συνώνητος
Headword (normalized):
συνώνητος
Headword (normalized/stripped):
συνωνητος
IDX:
85713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85714
Key:
Data
{'content': 'bought up'}