Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνωμίασις
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
View word page
συνωνητής
one who buys up

ShortDef

one who buys up

Debugging

Headword:
συνωνητής
Headword (normalized):
συνωνητής
Headword (normalized/stripped):
συνωνητης
IDX:
85712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85713
Key:

Data

{'content': 'one who buys up'}