Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνώθησις
συνωθισμός
συνωμία
συνωμίασις
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
View word page
συνωμότης
a fellow-conspirator, confederate

ShortDef

a fellow-conspirator, confederate

Debugging

Headword:
συνωμότης
Headword (normalized):
συνωμότης
Headword (normalized/stripped):
συνωμοτης
IDX:
85706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85707
Key:

Data

{'content': 'a fellow-conspirator, confederate'}