Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνύφανσις
συνυφαντέον
συνυφάντης
συνύφασμα
συνύφειαι
συνυφή
συνυφής
συνυφίστημι
συνῳδία
συνῳδικός
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνώθησις
συνωθισμός
συνωμία
συνωμίασις
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμότης
View word page
συνωδίνω
to be in travail together

ShortDef

to be in travail together

Debugging

Headword:
συνωδίνω
Headword (normalized):
συνωδίνω
Headword (normalized/stripped):
συνωδινω
IDX:
85696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85697
Key:

Data

{'content': 'to be in travail together'}