Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιβόλησις
ἀντιβολία
ἀντιβομβέω
ἀντιβόρειον
ἀντιβουλεύομαι
ἀντιβραδύνω
ἀντιβρίθω
ἀντιβροντάω
ἀντιγαμέω
ἀντιγέγωνα
ἀντιγενεηλογέω
ἀντιγένεσις
ἀντιγεννάω
ἀντιγεοῦχος
ἀντιγεραίρω
ἀντιγηροτροφέω
ἀντιγλαυκισμός
ἀντιγνωμονέω
Ἀντιγόνειος
Ἀντιγόνη
Ἀντίγονος
View word page
ἀντιγενεηλογέω
to rival in pedigree

ShortDef

to rival in pedigree

Debugging

Headword:
ἀντιγενεηλογέω
Headword (normalized):
ἀντιγενεηλογέω
Headword (normalized/stripped):
αντιγενεηλογεω
IDX:
8566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8567
Key:

Data

{'content': 'to rival in pedigree'}