Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
συνυπάγω
συνυπακουστέον
συνυπακούω
συνυπαλλάσσομαι
συνυπαρκτικός
συνύπαρξις
συνυπάρχω
συνύπατος
συνύπειμι
συνυπεξάγω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποβάλλω
συνυπογράφω
συνυποδείκνυμι
συνυποδέχομαι
συνυποδίδωμι
συνυποδύομαι
View word page
συνύπατος
a colleague in the consulship
ShortDef
a colleague in the consulship
Debugging
Headword:
συνύπατος
Headword (normalized):
συνύπατος
Headword (normalized/stripped):
συνυπατος
IDX:
85654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85655
Key:
Data
{'content': 'a colleague in the consulship'}