Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντυχία
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
συνυπάγω
συνυπακουστέον
συνυπακούω
View word page
συνυβρίζω
join in violence

ShortDef

join in violence

Debugging

Headword:
συνυβρίζω
Headword (normalized):
συνυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνυβριζω
IDX:
85639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85640
Key:

Data

{'content': 'join in violence'}